μελῳδίας

μελῳδίας
μελῳδίᾱς , μελῳδία
singing
fem acc pl
μελῳδίᾱς , μελῳδία
singing
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… …   Dictionary of Greek

  • ομοφωνία — Μουσικός όρος κατά τον οποίο μια μελωδική γραμμή συνδυάζεται με άλλους μουσικούς φθόγγους που τη συνοδεύουν, συμπληρώνοντας την αρμονικά και ρυθμικά. Με αυτή την έννοια η ο. διαχωρίζεται τόσο από την πολυφωνία, όσο και από τη μονοφωνία –όπου μία… …   Dictionary of Greek

  • άρια — Δέντρο αειθαλές, δικοτυλήδονο, της οικογένειας των φηγιδών. Δασικό είδος το οποίο απαντάται στην κατώτερη ζώνη όλης της Ελλάδας, μαζί με τον πρίνο και την πεύκη. Φτάνει σε ύψος μέχρι 20 μ., ιδίως όταν ζει μέσα σε πυκνά δάση, ενώ μεμονωμένο βγάζει …   Dictionary of Greek

  • ακομπανιαμέντο — Μουσικός όρος. Βλ. λ. μουσική συνοδεία. * * * (Μουσ.) ρυθμική συνοδεία* φωνητική ή οργανική μιας μελωδιάς …   Dictionary of Greek

  • αναξίμολπος — ἀναξίμολπος, η (Α) (επίθ. τής Ουρανίας) άνασσα, βασίλισσα τής μελωδίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄναξ + μολπος < μέλπω «εξυμνώ, ψάλλω, τραγουδώ»] …   Dictionary of Greek

  • βοιώτιος — βοιώτιος, α, ον (Α) 1. ο βοιωτικός 2. ο βλάκας 3. φρ. α) «βοιώτιον μέλος» άτεχνη μελωδία 6) «βοιώτιον ὗς» γουρούνι της Βοιωτίας, λαίμαργος, κοιλιόδουλος δ) «βοιώτιος νόμος» είδος κιθαρωδικής μελωδίας …   Dictionary of Greek

  • εργάτης — Εκείνος που εργάζεται κυρίως με τα χέρια του και ζει από την αμοιβή αυτής της εργασίας. Οι ε. είναι βασική παραγωγική δύναμη της σύγχρονης κοινωνίας και διακρίνονται σε βοηθητικούς (αυτοί που στην επιχείρηση εξυπηρετούν την κύρια παραγωγή), σε ε …   Dictionary of Greek

  • ετεροφωνία — η (Α ἑτεροφωνία) η διαφορά τόνου, ήχου, φωνής νεοελλ. 1. το να μιλά κάποιος διαφορετική γλώσσα, η αλλοφωνία 2. ιατρ. ανώμαλη φωνή, παθολογικός φωνητικός διχασμός μερικών ατόμων που εκφέρουν φωνή συγχρόνως σε δύο τόνους 3. μουσ. αυτοσχεδιαστικός… …   Dictionary of Greek

  • ηδυμέλεια — ἡδυμέλεια, ἡ (AM) [ηδυμελής] 1. ως ουσ. η γλυκύτητα τής μελωδίας, η αρμονία 2. ως επίθ. ποιητ. τ. τού θηλ. τού επιθ. ηδυμελής*(«ἡδυμέλεια σύριγξ» γλυκόλαλος αυλός, Νόνν.) …   Dictionary of Greek

  • κάμπτω — (AM κάμπτω) 1. (μτβ.) λυγίζω, κυρτώνω κάτι, καθιστώ κυρτό κάτι που ήταν ευθύ, καμπυλώνω 2. μέσ. κάμπτομαι λυγίζομαι, κυρτώνομαι, λυγίζω το σώμα μου, σκύβω, καμπουριάζω 3. (μτβ. και αμτβ.) βαδίζοντας ή πλέοντας παρακάμπτω κάποιο σημείο, στρέφομαι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”